Λέξη: ανερμάτιστος
Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος
ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος βικιλεξικο
Μεταφράσεις: ανερμάτιστος
ανερμάτιστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unstable, anermatistos
ανερμάτιστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inestable, anermatistos
ανερμάτιστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haltlos, unstabil, anermatistos
ανερμάτιστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irrésolu, instable, indécis, labile, flottant, hésitant, incertain, chancelant, anermatistos
ανερμάτιστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volubile, anermatistos
ανερμάτιστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непрочный, изменчивый, нестабильный, неустойчивый, непостоянный, нетвердый, зыбучий, расхлябанный, нестойкий, зыбкий, anermatistos
ανερμάτιστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ustabil, anermatistos
ανερμάτιστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ostadig, anermatistos
ανερμάτιστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
horjuva, epäluotettava, epävakaa, anermatistos
ανερμάτιστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vratký, nestálý, rozkolísaný, nestabilní, labilní, kolísavý, anermatistos
ανερμάτιστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niestały, chwiejny, niestateczny, niestabilny, anermatistos
ανερμάτιστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестійкий, хитливий, коливний, нетвердий, anermatistos
ανερμάτιστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebapüsiv, tasakaalutu, anermatistos
ανερμάτιστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nestabilna, nestabilan, nepostojan, anermatistos
ανερμάτιστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anermatistos
ανερμάτιστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nestabilní, anermatistos
ανερμάτιστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrtkavý, nestabilní, anermatistos
Τυχαίες λέξεις