Λέξη: πράμα
Σχετικές λέξεις: πράμα
κορίτσι πράμα, φρέσκο πράμα, ένα πράμα, καλό πράγμα, καλόν πράμα
Μεταφράσεις: πράμα
πράμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stuff, thing, shit, prama
πράμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
material, henchir, paño, llenar, embutir, cosa, lo, que, algo, cosas
πράμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stoßen, gewebe, material, kram, stoff, stopfen, zeug, quatsch, werkstoff, materiell, schieben, einstecken, Sache, Ding, was, etwas
πράμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
farcir, tissu, étoffe, chose, matériaux, trucs, empailler, bourrent, bourrez, entasser, objet, tasser, rembourrer, bourrons, choses, bourrer, chose que, chose la, truc
πράμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
materiale, stoffa, imbottire, materia, sostanza, cosa, cosa che, cose, fatto, oggetto
πράμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudar, materiais, material, pano, tecido, estudo, estofo, substância, coisa, coisa que, algo, coisas, negócio
πράμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spul, grondstof, zelfstandigheid, weefsel, substantie, dingen, goedje, materiaal, stoffelijk, materialen, stof, ding, Thing, wat, zaak, Ding van
πράμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ерунда, собирать, фаршировать, снадобье, вещество, имущество, пломбировать, набивать, пичкать, материал, хлам, рухлядь, пожитки, закваска, начинять, палка, вещь, что, предмет
πράμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
materiale, tøy, stoff, emne, ting, tingen, Thing, noe
πράμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
materia, material, stoff, sak, saken, sak som, ting, något
πράμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tökötti, sälä, roju, aine, survoa, rojut, kangas, materiaali, asia, juttu, asian, asiaa
πράμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stof, materiale, ting, noget
πράμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vycpat, nacpat, namačkat, podstata, hmota, cpát, vrazit, záležitost, nadívat, napěchovat, vecpat, strčit, věc, co, věcí
πράμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istota, opchać, napełniać, faszerować, materiał, tkanina, wypychać, napychać, upychać, rzeczy, rzecz, towar, tworzywo, sprawa, coś, rzeczą
πράμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kacat, nyersanyag, dolog, dolgot, a dolog, amit
πράμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kumaş, malzeme, madde, şey, Thing, bir şey, Yapılacak Şey
πράμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матеріал, пломбувати, речовина, річ
πράμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
material, gjë, Gjëja, gjë e, gjëja e, gjë që
πράμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
материал, вещество, нещо, неща, нищо
πράμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матерыя, рэч
πράμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
materjal, täitma, asi, asja, midagi
πράμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
materijal, roba, predmet, stvari, popuniti, stvar, što, stvar koju, nešto, ono
πράμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dúkur, efni, fataefni, hlutur, sem, Málið, hlutur sem, heitir
πράμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
effercio
πράμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medžiaga, dalykas, ką
πράμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
materiāls, viela, lieta, lietas
πράμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работа, нешто, нешто што, она
πράμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
material, lucru, ceva, lucru pe, nimic, chestia
πράμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
materiál, stvar, kar, nekaj
πράμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podstata, materiál, vec, prípad, veci, záležitosť
Τυχαίες λέξεις