Пастеризовать στα ελληνικά
Μετάφραση: пастеризовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, αποστειρώ, παστεριώνουν, παστεριώνετε, την παστερίωση, παστερίωση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвкусица στα ελληνικά - raunch
- брюзжать στα ελληνικά - γκρινιάζω, γκρινιάρης, τζαναμπέτης, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, γογγύζω, grumble, ...
- гласность στα ελληνικά - δημοσιότητα, φωτερός, ατμόσφαιρα, αέρας, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, ...
- доверитель στα ελληνικά - θεματοφύλακας, διαχειριστής, ηγετικός, κύριος, κύρια, κύριο, κύριες, ...
Τυχαίες λέξεις
Пастеризовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, αποστειρώ, παστεριώνουν, παστεριώνετε, την παστερίωση, παστερίωση του
Μεταφράσεις: ζεματίζω, αποστειρώ, παστεριώνουν, παστεριώνετε, την παστερίωση, παστερίωση του