Λέξη: σφοδρός

Σχετικές λέξεις: σφοδρός

σφοδρός συνώνυμο

Συνώνυμα: σφοδρός

κοφτερός, οξύς, τσουχτερός, κοπτερός, δριμύς, πρόθυμος, ανυπόμονος, διακαής, έντονος, δυνατός, βίαιος, άγριος, ορμητικός, σχίζων, εντατικός, επείγων, κουραστικός

Μεταφράσεις: σφοδρός

σφοδρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heated, vehement, violent, intense, splitting, strenuous

σφοδρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vehemente, vehementes, vehemencia, la vehemente, enérgica

σφοδρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beheizt, erhitzte, vehement, heftig, heftigen, heftige, vehementen

σφοδρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inflammable, véhément, véhémente, véhémentes, violente, véhémence

σφοδρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veemente, veementi, veemenza, vehement, irruente

σφοδρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veemente, veementes, veemência, enérgica, vehement

σφοδρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heftig, heftige, felle, hevige, fel

σφοδρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нагретый, азартный, накаленный, пылкий, возбужденный, страдный, разгоряченный, горячий, утепленный, жаркий, подогретый, неистовый, сильный, яростное, яростные, неистовым

σφοδρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
heftig, voldsom, voldsomme, heftige, vehement

σφοδρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
häftig, häftiga, vehement, häftigt, våldsam

σφοδρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
intohimoinen, kipakka, kiihkeä, kiivas, kiihkeästi, kiivaasti, kiivasta

σφοδρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldsom, heftige, heftig, heftigt, voldsomme

σφοδρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vznětlivý, vehementní, prudký, prudká, důrazné, vehementnější

σφοδρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gorący, ożywiony, zapalczywy, gwałtowny, porywczy, zażarty, namiętny, porywisty

σφοδρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tüzes, heves, vehemens, hevesen, indulatos, szenvedélyes

σφοδρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şiddetli, ateşli, vehement, hararetli, sert

σφοδρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підігрітий, палкий, нагрітий, гарячий, шалений, несамовитий

σφοδρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vrullshëm, i fortë, e fortë, vrullshëm, vrullshme

σφοδρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпален, страстен, бурен, яростни, яростното

σφοδρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апантаны, несамавіты, шалёны, нястрымны

σφοδρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirglik, keevaline, kiivas, äge, tulisem, hoogustunud

σφοδρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grijanih, žestok, žestoki, vehementne, žestoke, od žešćih

σφοδρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákafamaðr

σφοδρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aistringas, smarkus, Zapaleńczy, Sprogmuo, Aizrautīgs

σφοδρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizrautīgs, kaislīgs, straujš un

σφοδρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
страстен, жестокото, остра, жестоки, поради која

σφοδρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vehement, vehementă, vehemente, vehementa, de vehement

σφοδρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nagel, Žestok, vehementen

σφοδρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vehementne, vehementné
Τυχαίες λέξεις