Патент στα ελληνικά
Μετάφραση: патент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυλώνω, ένταλμα, τίτλος, καταστατικό, ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Μεταφράσεις
- ввергать στα ελληνικά - ρίχνω, πέταγμα, πέφτω, καταδύομαι, πετώ, βουτώ, βουτιά, ...
- воюющий στα ελληνικά - επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, ...
- впитываться στα ελληνικά - μουσκεύω, εμποτίζω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
- джин στα ελληνικά - τζιν, gin, εκκοκκισμού, το τζιν, εκκοκκιστήριο
Τυχαίες λέξεις
Патент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυλώνω, ένταλμα, τίτλος, καταστατικό, ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Μεταφράσεις: ναυλώνω, ένταλμα, τίτλος, καταστατικό, ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας