Пахтать στα ελληνικά
Μετάφραση: пахтать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταράζω, καρδάρα, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австралиец στα ελληνικά - Αυστραλός, Αυστραλίας, της Αυστραλίας, αυστραλιανή, αυστραλιανό
- гамета στα ελληνικά - γαμέτη, γαμετών, των γαμετών, γαμέτης, gamete
- генералиссимус στα ελληνικά - αρχιστράτηγος
- георгий στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Пахтать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταράζω, καρδάρα, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι
Μεταφράσεις: ταράζω, καρδάρα, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι