Пацан στα ελληνικά
Μετάφραση: пацан, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιδί, αγόρι, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесперспективный στα ελληνικά - μελλοντικός, απελπισμένος, μη ενθαρρυντικός, αντίξοες συνθήκες, ελάχιστα ελπιδοφόρες, λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, δυσοίωνο
- вводящий στα ελληνικά - διατακτικό, ενσωμάτωση στο διατακτικό, θεσπίζουσες, δημοσίευση σ, πράξεις εφαρμογής
- вощеный στα ελληνικά - κηρώδης, κηρώδες, κηρώδη, κηρώδους, κηρώδεις
- живость στα ελληνικά - ευστροφία, σφρίγος, ισόβιος, ζωντάνια, προθυμία, γρηγοράδα, αναπηδώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Пацан στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιδί, αγόρι, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις: παιδί, αγόρι, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι