Λέξη: αναγκαίος
Σχετικές λέξεις: αναγκαίος
αναγκαίος αντώνυμα, αναγκαίος συνώνυμο, αναγκαίος κληρονόμος, αναγκαίος συνώνυμα, αναγκαίος δόλος, αναγκαίος αγγλικά
Συνώνυμα: αναγκαίος
ενδεής, χρειώδης, απαραίτητος, απαιτούμενος
Μεταφράσεις: αναγκαίος
αναγκαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
necessary, requisite, needed, necessary to, necessary in
αναγκαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
necesario, necesidad, preciso, necesaria, necesarios, necesarias, es necesario
αναγκαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
muss, not, nötig, erforderlich, wichtig, notwendigkeit, zwang, notwendig, dringlichkeit, erforderlichen, notwendigen
αναγκαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indispensable, obligé, requis, nécessité, nécessaire, nécessaires, besoin, faut, échéant
αναγκαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisogno, necessario, indispensabile, necessità, occorrente, necessaria, necessarie, necessari, occorre
αναγκαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preciso, necessário, puro, necessária, necessárias, necessários
αναγκαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzakelijkheid, noodzaak, nodig, benodigd, noodzakelijk, nodige, noodzakelijke, nodig is
αναγκαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неизбежный, необходимое, недобровольный, требуемый, неизбежность, необходимость, потребный, вынужденный, след, необходимый, нужный, треба, необходимо, необходимости, нужно, необходимым, надо
αναγκαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nødvendig, nødvendige, er nødvendig, nødvendig for, behov
αναγκαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nödvändig, behov, nöd, nödvändighet, behövlig, nödvändigt, nödvändiga, behövs
αναγκαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarpeellisuus, tarvittava, pakollinen, välttämätön, tarpeellinen, pakko, tarpeen, tarvittavat, välttämätöntä, tarpeelliset
αναγκαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornøden, nødvendig, nødvendigt, nødvendige, er nødvendigt, er nødvendige
αναγκαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nevyhnutelný, nezbytnost, nutnost, potřebný, nezbytný, nutný, nezbytné, nutné
αναγκαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potrzeba, potrzebny, niezbędny, konieczny, konieczne, niezbędne
αναγκαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nélkülözhetetlen, elengedhetetlen, legszükségesebbek, szükséges, szükség, szükségesek, szükségesnek
αναγκαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gerekli, gereklidir, gereken, gerektiğinde, gerekli olan
αναγκαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
необхідний, потрібний, треба, необхідно, потрібно, необхідне, слід
αναγκαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duhur, i nevojshëm, i domosdoshëm, nevojshme, e nevojshme, domosdoshme
αναγκαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необходимо, е необходимо, необходима, необходимост, необходимата
αναγκαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковы, неабходна, трэба
αναγκαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarvilik, vajalik, vajalikud, vajalikke, vajalikuks, vajalike
αναγκαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potreba, potreban, nužno, potrebno, potrebnu, je potrebno, neophodno
αναγκαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðsynlegur, nauðsynlegt, nauðsynleg, nauðsynlegar, nauðsyn krefur, þörf
αναγκαίος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
necessarius, necesse
αναγκαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikalingas, būtinas, būtina, reikia, reikalinga, būtinos
αναγκαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepieciešams, vajadzīgs, nepieciešami, nepieciešamu
αναγκαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потребно, неопходно, потребни, неопходни, потребните
αναγκαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
necesar, necesitate, necesare, necesară, este necesar, necesara
αναγκαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potreben, treba, potrebno, je potrebno, potrebna, potrebni
αναγκαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nutný, nevyhnutný, potrebný, potrebné, nevyhnutné, dôležitý
Τυχαίες λέξεις