Первоисточник στα ελληνικά

Μετάφραση: первоисточник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, πρωτότυπος, προέλευση, πηγή, κύρια πηγή, η πηγή ήταν, πηγή ήταν
Первоисточник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барахтаться στα ελληνικά - παραπαίω, αγωνίζομαι, ψωμάκι, κυλώ, παραδέρνω, αγώνας, κύλινδρος, ...
  • библиография στα ελληνικά - βιβλιογραφία, βιβλιογραφίας, βιβλιογραφία που, Πηγές Βιβλιογραφία, βιβλιογραφική
  • вьючить στα ελληνικά - γεμίζω, φορτίζω, ζαλίκι, φόρτωση, φόρτωσης, φορτωτικής, φορτωτικές, ...
  • заартачиться στα ελληνικά - σκουπίδια, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, παρεμποδίζω, Balk
Τυχαίες λέξεις
Первоисточник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, προέλευση, πηγή, κύρια πηγή, η πηγή ήταν, πηγή ήταν