Λέξη: γκολ

Σχετικές λέξεις: γκολ

γκολ στο 90, γκολ σουπερ λιγκα, γκολ μπετ, γκολ μπειλ, γκολ αγωνιστικησ, γκολ μητρογλου, γκολ αεκ, γκολ παναθηναικου, γκολ απο κορνερ, γκολ παοκ, τα γκολ, το γκολ του, τα καλυτερα γκολ, σεντρα γκολ, ολα τα γκολ, σεντρα, γκολ ολυμπιακου, γκολ λαρισα

Συνώνυμα: γκολ

τέρμα, τελικός σκοπός

Μεταφράσεις: γκολ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
goal, goals, scored, finish, score
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
objeto, gol, meta, fin, destinación, objetivo, peligro, de peligro
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmung, kasten, Ziel, das Tor, Tor zu, das Tor zu, Tor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
porte, cible, destination, dessein, portillon, but, détermination, affectation, terme, objectif, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
goal, gol, meta, porta, destinazione, scopo, obiettivo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fim, subir, alvo, objetivo, meta, gol, objectivo, golo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honk, wit, doelwit, doelstelling, doel, goal, doelpunt, doel te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цель, ворота, финиш, задача, гол, целью, цели
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mål, bestemmelse, målet, scoring, scoringen, misset
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, målet, målsättning, Målsättningen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määränpää, maali, päämäärä, tavoite, maalia, maalin, tavoitteena, tavoitteen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mål, hensigt, målet, for mål, målmand
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cíl, určení, branka, brankář, mezník, brána, gól, cílem, cíle, góly
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gol, przeznaczenie, cel, bramka, celem, karnego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gól, cél, célja, gólt, célt, cél az
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gol, amaç, hedef, gol atanlar, çok gol atanlar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мету, завдання, позначка, ворота, задача, ціль, мета, меті, на меті
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qëllim, gol, synim, Qëllimi, Qëllimi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гол, цел, цел в, целта, гол за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мэта, мэту
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eesmärk, värav, eesmärgi, eesmärgiks, eesmärki, eesmärgiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cilja, vrata, cilju, meta, svrha, ciljem, cilj, gol, je cilj, gola
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Markmið, Markmiðið, markmiði, takmark, mark
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calx
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvartis, uždavinys, tikslas, įvartį, kamuolį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galamērķis, mērķis, mērķi, uzdevums, mērķim, mērėis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цел, целта, гол, голот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scop, gol, poartă, în poartă, Gol, careului mic
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gol, gól, cilj, Zadetek, avt, strelom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gól, cieľ, cieľom, cieľa, ciele

Στατιστικά δημοτικότητας: γκολ

Τυχαίες λέξεις