Первосортный στα ελληνικά
Μετάφραση: первосортный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαίσιος, άριστος, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аспект στα ελληνικά - ανάβω, ξανθός, φωτερός, θωριά, μεριά, πλευρά, χροιά, ...
- бактерицидный στα ελληνικά - βακτηριοκτόνο, βακτηριοκτόνου, βακτηριοκτόνος, βακτηριοκτόνες, βακτηριοκτόνα
- выбриваться στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
- жиличка στα ελληνικά - νοικάρης, ένοικος, κολίγας, ένοικο, ενοικιαστής, ενοικιαστή, Eνοικιαστή δωματίου
Τυχαίες λέξεις
Первосортный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαίσιος, άριστος, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
Μεταφράσεις: εξαίσιος, άριστος, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως