Перевешиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: перевешиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουμπώ, γέρνω, κλίνω, άπαχος, αντισταθμίζονται, αντισταθμίζεται, υπερκαλύπτονται, αντισταθμιστούν, αντισταθμιστεί
Μεταφράσεις
- апертура στα ελληνικά - οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος
- баритон στα ελληνικά - βαρύτονος, βαρύτονο, baritone, βαρύτονου, το βαρύτονο
- беречь στα ελληνικά - φύλακας, διατηρώ, βάζω, συντηρώ, κρύβομαι, κρατώ, χαρίζω, ...
- вакса στα ελληνικά - βαφή υποδημάτων, βάψιμο, βερνίκι, το βάψιμο, βάψιμο των
Τυχαίες λέξεις
Перевешиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουμπώ, γέρνω, κλίνω, άπαχος, αντισταθμίζονται, αντισταθμίζεται, υπερκαλύπτονται, αντισταθμιστούν, αντισταθμιστεί
Μεταφράσεις: ακουμπώ, γέρνω, κλίνω, άπαχος, αντισταθμίζονται, αντισταθμίζεται, υπερκαλύπτονται, αντισταθμιστούν, αντισταθμιστεί