Перемежевать στα ελληνικά

Μετάφραση: перемежевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελέτη, έρευνα, ανασκόπηση, peremezhevat
Перемежевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безучастность στα ελληνικά - άγνοια, παραγνωρίζω, αδιαφορία, κενό, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, ...
  • волос στα ελληνικά - στοιβάδα, σωρός, μαλλιά, στοίβα, τρίχα, στοιβάζω, μαλλιών, ...
  • грубеть στα ελληνικά - αγριεύω, τραχύνομαι, τραχύνω, Τραχύνετε, Τράχυνση
  • даться στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, να δοθεί, πρέπει να δοθεί, που πρέπει να δοθεί, που πρέπει να παρέχονται, πρέπει να παρέχονται
Τυχαίες λέξεις
Перемежевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελέτη, έρευνα, ανασκόπηση, peremezhevat