Λέξη: πρόωρος
Σχετικές λέξεις: πρόωρος
πρόωρος τοκετός συμπτώματα, πρόωρος τοκετός 6 μηνών, πρόωρος συνώνυμα, πρόωρος τοκετός και θηλασμός, πρόωρος τοκετός διδύμων, πρόωρος τοκετός, πρόωρος τοκετός κίνδυνοι, πρόωροσ θάνατοσ, πρόωρος συνώνυμο
Συνώνυμα: πρόωρος
πρώιμος, προώρως ανεπτυγμένος, προπετής
Μεταφράσεις: πρόωρος
πρόωρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
untimely, premature, early, precocious, preterm
πρόωρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inoportuno, precoz, prematuro, temprano, pronto, temprana, principios de
πρόωρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frühreif, unzeitig, vorzeitig, früh, frühzeitig, frühen, Anfang
πρόωρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
intempestif, inopportun, prématurée, hâtif, déplacé, anticipé, prématuré, précoce, tôt, début, début de, au début
πρόωρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
precoce, inopportuno, prematuro, presto, primi, primo, inizi
πρόωρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cedo, início, precoce, início de, inicial
πρόωρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorbarig, vroeg, vroegtijdig, vroege, begin, begin van
πρόωρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недоношенный, безвременный, скороспелый, несвоевременный, преждевременный, поспешный, рано, начале, раннего, в начале, раннее
πρόωρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidlig, begynnelsen, begynnelsen av, tidlig i, tidlige
πρόωρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidigt, tidig, början, början av, tidiga
πρόωρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikainen, ennenaikainen, kesken, ennenaikaisesti, varhainen, aikaisin, alussa, varhaisessa, varhain
πρόωρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidligt, tidlig, begyndelsen, begyndelsen af, tidlige
πρόωρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepříhodný, unáhlený, nevhodný, nevčasný, nemístný, předčasný, brzy, časně, včasného, včasné, rané
πρόωρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewczesny, wczesny, przedterminowy, przedwczesny, pochopny, wcześnie, ranny, na początku, wczesnego
πρόωρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rosszkor, korai, elején, kora, korán, a korai
πρόωρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erken, ilk, başlarında, başında, erken bir
πρόωρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступний, невчасно, рано, зарано
πρόωρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në fillim, herët, fillim, fillim të, hershme
πρόωρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рано, ранен, началото на, ранно, ранна
πρόωρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рана, раней, рано
πρόωρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enneaegne, liigvarajane, ennatlik, varane, varakult, varajane, vara, alguses
πρόωρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neblagovremen, preuranjeno, rano, početkom, rani, ranije, ranim
πρόωρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snemma, snemma á, byrjun, snemmt, fljótt
πρόωρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praecox
πρόωρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anksti, pradžioje, anksčiau, ankstyvo, ankstyvas
πρόωρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agri, sākumā, agrīnās, agrīnā, agrīna
πρόωρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на почетокот, почетокот, почетокот на, рано, рана
πρόωρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
timpuriu, devreme, timpurie, precoce, începutul anului
πρόωρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zgodaj, zgodnji, predčasno, zgodnje, zgodnjega
πρόωρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čoskoro, skoro, rýchlo, onedlho
Τυχαίες λέξεις