Λέξη: προ-

Σχετικές λέξεις: προ-

προ 2014, προ 2013, προ μεσημβρίασ, προ αμνημονευτων χρονων, προ εμμηνοπαυση, προ βανκ, προ- εμμηνόπαυσης, προ του 55, προ εμμηνοπαυση συμπτωματα, προ διρεχτ

Μεταφράσεις: προ-

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ante, pre-, pre, pro-
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pre-, pre, antes, previa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsatz, vor, prä-, Vor-, Pre-, vorge, Pre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avant, devant, pré-, pré, préalable
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pre-, pre, di pre
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pré-, pré, pre-, de pré
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pre-, voor-, pre, vooraf
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предварительно, пред-, пре-, до-, заранее
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innsats, pre-, forhånds, pre, for-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pre-, före, för-, förhands, pre
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pre-, ennalta, esi-, edeltävän, pre
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
præ-, før, for-, forud, præ
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
před, předem, pre-, pre, před-
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stawka, wejście, przed-, wstępnie, pre-, wstępnego, pre
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előtti, előre, pre-, előzetes, megelőző
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ön, öncesi, önceden, pre, pre-
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попередньо, заздалегідь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
para-, pre-, para, parashkollor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пред-, предварително, преди, пре-, предварителна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папярэдне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eel-, eelnevalt, pre-, eel, pre
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prije-, pre-, pre, pred-
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pre-, fyrirfram, þroska fyrir, þroska, for-
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš anksto, anksto, išankstinio, išankstinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pirms, iepriekš, pre-, priekšnoteikums, pirms-
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пред, пре-, пред-, пре
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pre-, pre, de pre
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pre-, pred-, pri-
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pred
Τυχαίες λέξεις