Печалиться στα ελληνικά
Μετάφραση: печалиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετανιώνω, πενθώ, κλαίω, θλίβομαι, απήγανος, θρηνώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдность στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- вдовец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
- даровитость στα ελληνικά - χαρισματικότητα, giftedness, χαρισματικός, χαρισματικότητας
- демонстративный στα ελληνικά - αιχμηρός, μυτερός, εμφατικός, εκδηλωτικός, επιδεικτικών, επιδεικτική, επιδεικτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Печалиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετανιώνω, πενθώ, κλαίω, θλίβομαι, απήγανος, θρηνώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
Μεταφράσεις: μετανιώνω, πενθώ, κλαίω, θλίβομαι, απήγανος, θρηνώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν