Печататься στα ελληνικά
Μετάφραση: печататься, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амальгамировать στα ελληνικά - ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, ...
- верблюжонок στα ελληνικά - πουλάρι, Colt, το πουλάρι, η Colt, την Colt
- вырезывать στα ελληνικά - τύμβος, καίριος, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
- декольтированный στα ελληνικά - χαμηλές λαιμό
Τυχαίες λέξεις
Печататься στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν