Λέξη: μετρητά
Σχετικές λέξεις: μετρητά
μετρητά στο αεροδρόμιο, μετρητά τέλος για αγορές άνω των 1.500 ευρώ, μετρητά άμεσα, μετρητά στην εφορία, μετρητά από πιστωτικές κάρτες, μετρητά σε θυρίδα, μετρητά έως 20.000€ σε νέους αγρότες, μετρητά κεντήματα, μετρητά τέλος στις εφορίες, μετρητά και ισοδύναμα μετρητών
Συνώνυμα: μετρητά
ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα
Μεταφράσεις: μετρητά
μετρητά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cash, of cash, cash in
μετρητά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
efectivo, caja, dinero, en efectivo, de efectivo
μετρητά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einlösen, kasse, bargeld, Bargeld, bar, Cash, Geld
μετρητά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
finance, comptant, encaisser, percevoir, payer, espèces, argent, trésorerie, liquidités, cash
μετρητά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contante, incassare, contanti, cassa, denaro, di cassa
μετρητά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dinheiro, numerário, caixa, de caixa, em dinheiro
μετρητά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
contant, geld, kas, kassa, contanten
μετρητά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наличный, наличность, инкассировать, деньги, кассовый, деньжата, наличные, чистоган, монета, денежные, денежных, денежных средств, наличных
μετρητά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontanter, penger, kontant, cash
μετρητά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontant, kontanter, pengar, kassa
μετρητά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hynä, käteinen, kassa, käteisellä, käteistä, rahavirtaa
μετρητά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontant, kontanter, cash, penge, kontante
μετρητά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proplatit, hotově, peníze, inkasovat, v hotovosti, peněžní, hotovost, peněžních, cash
μετρητά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrealizować, spieniężyć, gotówkowy, inkasować, spieniężenie, spieniężanie, szmal, opłacić, zainkasować, kasowy, spieniężać, gotówka, opłacać, wyzyskać, zapłata, pieniądze, pieniężnych, środków pieniężnych
μετρητά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
készpénz, cash, készpénzben, készpénzt, pénzbeli
μετρητά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nakit, nakdi, para, nakde
μετρητά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каш, інкасувати, гроші, готівка, касовий, готівкові, готівку, наявні, готівкою
μετρητά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
para në dorë, para, holla, të holla, cash
μετρητά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пари в брой, пари, парични, парични средства, паричните
μετρητά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наяўныя, гатоўка, гатоўку, наяўныя грошы
μετρητά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maksmine, sularaha, raha, sularahas, rahalise, rahas
μετρητά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
unovčiti, gotovina, novac, novčani, novčanog, gotovinu
μετρητά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reiðufé, fé, peningum, handbært fé, peninga
μετρητά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasa, grynieji, pinigai, grynieji pinigai, pinigų, grynųjų pinigų, pinigus
μετρητά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nauda, skaidra nauda, naudas, skaidras naudas, skaidrā naudā
μετρητά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
готовина, готовински, кеш, готово, парични
μετρητά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
numerar, cash la sediul nostru, de numerar, bani, cash
μετρητά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gotovost, blagajna, gotovina, gotovine, cash, denarnih, denarni
μετρητά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
v, na
Τυχαίες λέξεις