Пика στα ελληνικά
Μετάφραση: пика, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάπα, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздрогнуть στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχίζω, αρχή, ταράσσομαι, δειλιώ, wince, ...
- воспитать στα ελληνικά - θετός, εκπαιδεύω, σηκώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, τρένο, πισινός, ...
- глотнуть στα ελληνικά - καταπίνω, χελιδόνι, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
- дискурсивный στα ελληνικά - ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
Τυχαίες λέξεις
Пика στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάπα, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Μεταφράσεις: τσάπα, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη