Пилка στα ελληνικά
Μετάφραση: пилка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, πριόνισμα, πριονίσματος, στο πριόνισμα, το πριόνισμα, πριονισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барометр-анероид στα ελληνικά - βαρόμετρο άνευ υδραργύρου, ανεροειδή, Πιεσόμετρο, Πιεσόμετρου, Aneroid
- бомбить στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- графа στα ελληνικά - τομή, πορεία, επικεφαλίδα, κολόνα, στήλη, τμήμα, στήλης, ...
- забастовка στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, αποχώρηση, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Τυχαίες λέξεις
Пилка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, πριόνισμα, πριονίσματος, στο πριόνισμα, το πριόνισμα, πριονισμού
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, πριόνισμα, πριονίσματος, στο πριόνισμα, το πριόνισμα, πριονισμού