Διαιτησία στα αγγλικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arbitration, arbitrage, arbitration in, of arbitration
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διαιτησία
arbiter
- διαιτητής
- διαιτησία
- διαιτησία
- διαιτησία
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας αγγλικά, διαιτησία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα αγγλικά - divide, disunite, by dividing
- διαισθητικός στα αγγλικά - intuitive, intuitional, an intuitive
- διαιτητής στα αγγλικά - arbiter, referee, arbitrator, ref, ref is, whistle
- διαιτητεύω στα αγγλικά - arbitrate
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: arbitration, arbitrage, arbitration in, of arbitration
Μεταφράσεις: arbitration, arbitrage, arbitration in, of arbitration