Пить στα ελληνικά
Μετάφραση: пить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, ποτό, πίνω, έχε, αργοπίνω, παίρνω, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспаляться στα ελληνικά - αρμόζω, παίρνω, γίνομαι, αποκτώ, ερεθίζω, φλογίζω, φλέγω, ...
- гимнастический στα ελληνικά - γυμναστικός, γυμναστικής, γυμναστικές, είδη γυμναστικής, όργανα γυμναστικής
- делимость στα ελληνικά - διαιρετό, διαιρετότητα, διαιρετότητας, τη διαιρετότητα, divisibility
- жвачка στα ελληνικά - αναμάσημα μηρυκαστικού, αναμασημένη τροφή, CUD, τροφικό βόλο, τον τροφικό βόλο
Τυχαίες λέξεις
Пить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, ποτό, πίνω, έχε, αργοπίνω, παίρνω, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
Μεταφράσεις: έχω, ποτό, πίνω, έχε, αργοπίνω, παίρνω, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού