Λέξη: φρικιαστικός
Σχετικές λέξεις: φρικιαστικός
φρικιαστικόσ τραυματισμόσ τερματοφύλακα στην ελβετία, φρικιαστικός τραυματισμός σε αγώνα της χιλής (vid), φρικιαστικός θάνατος σε ασανσέρ εταιρείας στο κέντρο της αθήνας, φρικιαστικόσ άγνωστοσ οργανισμόσ «ξεφύτρωσε» σε αυλή έπειτα από χτύπημα κεραυνού, φρικιαστικός τραυματισμός σε αγώνα της χιλής
Συνώνυμα: φρικιαστικός
τρομερός, φρικαλέος, ειδεχθής, βδελυρός, φρικτός
Μεταφράσεις: φρικιαστικός
φρικιαστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chilling, horrific, hideous, grisly, horrendous
φρικιαστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horrendo, horrible, horroroso, horrorosa, espantoso
φρικιαστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schrecklich, erschreckend, entsetzlich, schrecklichen, schreckliche
φρικιαστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
glacial, glacé, glaçant, horrible, horribles, terrible, horreur, terrifiant
φρικιαστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orribile, terribile, orribili, orrendo, terribili
φρικιαστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
horrível, horroroso, terrível, horríveis, horrífico
φρικιαστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gruwelijk, vreselijk, gruwelijke, afschuwelijke, verschrikkelijke
φρικιαστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ужасный, леденящий, ледяной, ужасающий, ужасающим, ужасным, ужасными, ужасающими
φρικιαστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forferdelige, forferdelig, fryktelig, grusomme, grusomt
φρικιαστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fruktansvärda, fasansfulla, skrämmande, horrific, fasansfull
φρικιαστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauhistuttava, hirvittävän, hirvittäviä, kammottavaa, järkyttävän
φρικιαστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rædselsvækkende, forfærdelige, frygtelige, forfærdelig, rædselsfuld
φρικιαστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ledový, hrůzný, strašný, strašné, děsivé, strašná
φρικιαστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zimny, lodowaty, przerażający, straszny, straszliwy, przerażające, horrific
φρικιαστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kokillaedzés, jegelés, rettenetes, szörnyű, borzalmas, borzasztó, rémisztő
φρικιαστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korkunç, korkunç bir, dehşet verici, horrific, korkutucu
φρικιαστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигартування, гарт, охолодження, загартування, страхітливий, жахливий, жахаючий, страхаючий, страхітливу
φρικιαστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tmerrues, tmerrshme, e tmerrshme, të tmerrshme, tmerrshëm
φρικιαστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
закалка, ужасяващ, ужасяваща, ужасяващо, ужасяващата, ужасната
φρικιαστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жахлівы, жудасны, вусцішны, раптам жудасны, страшны
φρικιαστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
judisemaajav, külmetav, kohutav, õudne, kohutavaid, kohutava, kohutavat
φρικιαστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
užasavajući, užasno, strašne, strašnim, strašno
φρικιαστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skelfilegt, skelfilegur, er skelfilegt, hræðilegri
φρικιαστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurpus, žiaurios, siaubingi, siaubinga, baisi
φρικιαστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šausminošs, šausminoši, šausminošo, šaušalīgas, šausminoša
φρικιαστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ужасниот, ужасната, ужасни, ужасна, ужасно
φρικιαστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oribil, îngrozitoare, oribile, oribila, oribilă
φρικιαστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grozljivo, grozljiv, grozljivih, grozljive, grozljiva
φρικιαστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chladnutí, mrazení, hrozný, hrůzná, strašný, hrůzné, strašné
Τυχαίες λέξεις