Плунжер στα ελληνικά
Μετάφραση: плунжер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμβολο, πιστόνι, εμβόλου, εμβολέα, του εμβόλου, εμβολέας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анестезирующий στα ελληνικά - αναισθητικό, αναισθητικού, αναισθησία, αναισθητικών, αναισθητική
- бежать στα ελληνικά - τρέχω, πόρπη, ράτσα, συνδετήρας, μύγα, ψαλιδίζω, κουρεύω, ...
- горечь στα ελληνικά - πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
- гулять στα ελληνικά - έχε, σουλατσάρω, περπατώ, έχω, έργο, σεργιανίζω, παριστάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Плунжер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμβολο, πιστόνι, εμβόλου, εμβολέα, του εμβόλου, εμβολέας
Μεταφράσεις: έμβολο, πιστόνι, εμβόλου, εμβολέα, του εμβόλου, εμβολέας