Έμβολο στα ρωσικά
Μετάφραση: έμβολο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пистон, плунжер, клапан, поршень, поршня, поршневой, поршневые, поршневого
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβολο
μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, έμβολο λεξικό γλώσσας ρωσικά, έμβολο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- έλυτρο στα ρωσικά - кожура, вылущивать, шелушить, мякина, шелуха, вылущить, порушить, ...
- έμβασμα στα ρωσικά - предание, перевод, пересылка, пересказ, денежный перевод, денежных переводов, перевод денег, ...
- έμβρυο στα ρωσικά - эмбрион, плод, зачаток, зародыш, плода, зародыша
- έμπιστος στα ρωσικά - наперсник, поверенный, надежный, верный, испытанный, надежный на, верного
Τυχαίες λέξεις
Έμβολο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пистон, плунжер, клапан, поршень, поршня, поршневой, поршневые, поршневого
Μεταφράσεις: пистон, плунжер, клапан, поршень, поршня, поршневой, поршневые, поршневого