Λέξη: προσελκύω

Σχετικές λέξεις: προσελκύω

προσελκύω κλίση, προσελκύω συνώνυμο, προσελκύω αγγλικά, προσελκύω συνώνυμα

Συνώνυμα: προσελκύω

προσελκείω, έλκω

Μεταφράσεις: προσελκύω

προσελκύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attract

προσελκύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encantar, atraer, generar, atraer a, atraerá, atraer la

προσελκύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anziehen, erregen, anlocken, gewinnen, anzuziehen

προσελκύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attirons, affriander, attirez, amener, alléchant, allécher, attirent, enlever, tenter, solliciter, attirer, d'attirer, attirer plus, d'attirer plus, attirer les

προσελκύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attrarre, affascinare, allettare, adescare, attirare, ottenere, richiamare

προσελκύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
engodar, aliciar, atrair, atraia, atraem, atrair a, chamar, captar

προσελκύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aantrekken, bekoren, aanhalen, aanlokken, toelachen, trekken, lokken, kunt aantrekken, te trekken

προσελκύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
притянуть, предрасположить, притаскивать, свернуть, обратить, привлекать, предрасполагать, влечь, пленять, прельщать, притягивать, привлечь, привлечения, привлекают, привлечение

προσελκύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tiltrekke, tiltrekke deg, tiltrekke seg

προσελκύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
attrahera, locka, locka till, lockar, dra

προσελκύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
houkuttaa, houkutella, vetää puoleensa, houkuttelemaan, houkuttelevat, houkuttelemiseksi

προσελκύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrække, tiltrækker, at tiltrække

προσελκύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přitahovat, vábit, získávat, přivábit, přilákat, přitahují, přitáhnout, přilákání

προσελκύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwabiać, przyciągać, pociągać, zachwycać, kusić, dotyczyć, przyciągnąć, przyciągnięcia, przyciągają, przyciągnięcie

προσελκύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonz, vonzza, vonzzák, vonzani, vonzza a

προσελκύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmek

προσελκύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притягувати, приваблювати, звернути, спокушати, залучати, привертати, притягати

προσελκύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheq, tërhequr, të tërhequr, tërheqë, tërheqin

προσελκύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привлекат, привличане, привличане на, привличат, привлече

προσελκύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыцягваць

προσελκύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veetlema, kaasama, ligi meelitama, ligi tõmbama, meelitada, meelitada ligi, ligi meelitada

προσελκύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privlačiti, privući, privlače, mamiti, privlačenje, privukli, privuku

προσελκύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
laða, laða að, að laða, að laða að, draga

προσελκύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
traukti, masinti, pritraukti, pritraukia, pritrauks, pritrauktų, patraukti

προσελκύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saistīt, pievilkt, valdzināt, piesaistītu, piesaistīt, piesaista, piesaistīs, jāpiesaista

προσελκύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
привлекување на, привлечат, привлекување, се привлечат, привлече

προσελκύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atrage, atragă, atragerea, a atrage, atrag

προσελκύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vábit, privabiti, pritegnili, pritegniti, privabljanje, pritegnejo

προσελκύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priťahovať, prilákať, priláka, pritiahnuť
Τυχαίες λέξεις