Побрякивать στα ελληνικά
Μετάφραση: побрякивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραντάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армадилл στα ελληνικά - μικρό φολιδωτό ζώο της Νότιας Αμερικής, Armadillo, αρμαδίλου, αρμαδίλος, αρμαντίλο
- груз στα ελληνικά - ζαλίκι, φόρτωση, γεμίζω, βάρος, φορτίο, αποστολή, επιβίβαση, ...
- демократизация στα ελληνικά - εκδημοκρατισμός, εκδημοκρατισμού, εκδημοκρατισμό, τον εκδημοκρατισμό, του εκδημοκρατισμού
- дернина στα ελληνικά - χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
Τυχαίες λέξεις
Побрякивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραντάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Μεταφράσεις: τραντάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες