Поверить στα ελληνικά

Μετάφραση: поверить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Поверить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
  • вольтижировать στα ελληνικά - κάβα, θολωτός, θολωτή, θολωτό, θολωτές, θολωτούς
  • восприимчивый στα ελληνικά - ευπαθής, ευεπηρέαστος, εύθικτος, παραλήπτης, επιδεικτικός, κτητικός, ευαίσθητος, ...
  • дятел στα ελληνικά - δρυοκολάπτης, δρυοκολαπτών, δρυοκολάπτη, woodpecker, δρυοκολάπτης με
Τυχαίες λέξεις
Поверить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν