Повиноваться στα ελληνικά
Μετάφραση: повиноваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аранжировка στα ελληνικά - διευθέτηση, διακανονισμός, ετοιμασία, τακτοποίηση, συμφωνία, διάταξη, ρύθμιση, ...
- вывихнуть στα ελληνικά - εξαρθρώνω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις
- дрек στα ελληνικά - αρπαγή, τσιγκέλι, μικρή άγκυρα
- женщина-летчик στα ελληνικά - γυναίκα πιλότο
Τυχαίες λέξεις
Повиноваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Μεταφράσεις: υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν