Λέξη: τσιμέντο

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο ταχείας πήξεως τιμή, τσιμέντο τιταν, τσιμέντο τιμή, τσιμέντο portland, τσιμέντο titan

Συνώνυμα: τσιμέντο

κονία, λιθόκολλα, σκυρόδεμα, μπετό

Μεταφράσεις: τσιμέντο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cement, concrete, of cement, cement is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cemento, consolidar, de cemento, el cemento, del cemento, cemento de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zementsilo-laster, zement, bindemittel, kitt, einsatzhärtepulver, zementsilolaster, Zement, Zement-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ciment, cimentons, cémenter, cimentez, lier, cimentent, cimenter, de ciment, du ciment, le ciment, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinsaldare, cemento, di cemento, del cemento, il cemento, in cemento
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cimentar, cimento, de cimento, do cimento, o cimento, cimento de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cement, van cement, cement-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цемент, цементироваться, замазка, цементировать, зацементировать, вмазывать, цемента, цементный, цементного, цементной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sement, sementen, cement
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cement, cementen, cement-
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kitti, iskostua, iskostaa, sementti, sementin, sementtiä, sementti-, sementistä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cement, cementen, cement-, af cement
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojit, stmelit, tmelit, tmel, cementovat, zacementovat, nauhličovat, cement, cementu, cementové, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cementować, cement, spajać, utwierdzać, umacniać, cementowy, cementu, cementowo, cementowe
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ragasztószer, cement, cementet, a cement, cement-, cementtel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çimento, çimentosu, beton
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зацементувати, цемент, цементний, замазка, Пиломатеріали
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çimento, çimentos, e çimentos, cimentos, të çimentos
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цимент, циментова, на цимент, цимента, циментов
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цэмент, цемент, цэменту
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liim, tsement, tsementeerima, tsemendi, tsementi, tsemendist, cement
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vezivati, kit, lem, ljepilo, cement, cementa, cementni, cementne, cementnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sement, sementi, sements
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cementas, cemento, cementacinis, cementą, cement
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cements, cementa, cementu, cement, cementvarš
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цемент, цементни, цементот, цементен, на цемент
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciment, de ciment, cimentului, cimentul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cement, cementa, cementni, cementne, cementna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cement, tmel, cementu

Στατιστικά δημοτικότητας: τσιμέντο

Τυχαίες λέξεις