Поворачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: поворачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακτώ, αιολική, γυρίζω, σειρά, στροφή, υποχωρώ, αναρρώνω, επανακτώ, αντιστρέφω, κουρδίζω, άνεμος, επιστροφή, στρίβω, επιστρέφω, γέρνω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арканить στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
- водобоязнь στα ελληνικά - λύσσα, λύσσας, της λύσσας, τη λύσσα, αντιλυσσικών
- евклид στα ελληνικά - Ευκλείδης, Ευκλείδη, Euclid, του Ευκλείδη, ο Ευκλείδης
- евразиец στα ελληνικά - Ευρασίας, της Ευρασίας, ευρασιατική, ευρασιατικών, Ευρασιατικές
Τυχαίες λέξεις
Поворачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακτώ, αιολική, γυρίζω, σειρά, στροφή, υποχωρώ, αναρρώνω, επανακτώ, αντιστρέφω, κουρδίζω, άνεμος, επιστροφή, στρίβω, επιστρέφω, γέρνω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Μεταφράσεις: ανακτώ, αιολική, γυρίζω, σειρά, στροφή, υποχωρώ, αναρρώνω, επανακτώ, αντιστρέφω, κουρδίζω, άνεμος, επιστροφή, στρίβω, επιστρέφω, γέρνω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του