Повседневный στα ελληνικά
Μετάφραση: повседневный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессердечный στα ελληνικά - στυγνός, σκληρός, απάνθρωπος, άκαρδος, άκαρδη, άκαρδοι, άκαρδο, ...
- взаимодействие στα ελληνικά - επικοινωνία, αντίδραση, συνεργασία, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, ...
- глазник στα ελληνικά - οφθαλμίατρος, οφθαλμίατρο, oculist, οφθαλμολόγος
- единомышленник στα ελληνικά - συνέταιρος, οπαδός, συσχετίζω, συνασπίζομαι, συνένοχος, συνασπίζω, confederate, ...
Τυχαίες λέξεις
Повседневный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Μεταφράσεις: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές