Λέξη: γήρανση

Σχετικές λέξεις: γήρανση

γήρανση του δέρματος, γήρανση μετάλλων, γήρανση ωαρίων, γήρανση προσώπου, γήρανση κυττάρων, γήρανση του πληθυσμού, γήρανση υλικού, γήρανση ορισμος, γήρανση πληθυσμού, γήρανση πλακούντα

Μεταφράσεις: γήρανση

γήρανση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ageing, aging, Ageing, age, aged

γήρανση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envejecimiento, el envejecimiento, de envejecimiento, envejecimiento de, del envejecimiento

γήρανση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
datierung, alterung, altern, Altern, Alterungs, Alterung, Aging, alternden

γήρανση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieillissant, vieillissement, sénescence, vieillissement de, le vieillissement, vieillissante, de vieillissement

γήρανση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento

γήρανση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
envelhecimento, de envelhecimento, o envelhecimento, envelhecimento da, do envelhecimento

γήρανση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veroudering, het verouderen, aging, vergrijzende, verouderen

γήρανση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стареющий, выдержка, вызревание, окисление, старение, созревание, старения, старению, старением, возраста

γήρανση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aldring, aldrende, aldrings, aging, eldre

γήρανση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åldring, åldrande, aging, åldras, åldrings

γήρανση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vanheneminen, ikääntymisen, ikääntyminen, aging, ikääntymisestä

γήρανση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aldring, aldrende, aging, ældning, ældre

γήρανση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stárnutí, stárnoucí, zrání, stárnutím, stárne

γήρανση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
starzenie, starzenie się, podstarzały, starzenia, starzenia się

γήρανση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stabilizálás, pihentetés, hevertetés, betonkezelés, anyagkifáradás, érlelés, öregedés, öregedő, idősödő, öregedési, elöregedő

γήρανση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşlanma, aging, yaşlanan, yaşlandırma, yaşlanmaya

γήρανση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окислювання, старіння, дозрівання, окислення

γήρανση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plakje, plakjes, plakjen, e plakjes, plakjen e

γήρανση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остаряване, отлежаване, стареене, застаряването, застаряващото

γήρανση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
старэння, старэнні, старэньня

γήρανση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vananev, laagerdav, vananemine, vananemise, vananeva, vananemist

γήρανση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
starenje, starenja, stari, starenjem, starenju

γήρανση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öldrun, öldrunar, aging, eldast, á öldrun

γήρανση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senėjimas, senėjimo, senėjimą, senėjimui, sendinimo

γήρανση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novecošanās, novecošanas, novecošanu, novecošana, novecošanos

γήρανση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стареење, стареењето, старее, стареење на, стареењето на

γήρανση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbătrânire, imbatranire, îmbătrânirea, de imbatranire, îmbătrânirii

γήρανση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
staranje, staranja, staranju, staranjem, staranja prebivalstva

γήρανση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
starnutia, starnutie, starnutiu, starnutí, starnutím
Τυχαίες λέξεις