Подавленность στα ελληνικά
Μετάφραση: подавленность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάθλιψη, καταδυνάστευση, ύφεση, καταπίεση, κατήφεια, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автогенез στα ελληνικά - αυτογενή, αυτογενών
- двухмерный στα ελληνικά - δύο διαστάσεων, δισδιάστατο, δυσδιάστατη, δισδιάστατη, δισδιάστατων
- дегустация στα ελληνικά - δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γεύση, γευσιγνωσίας, γεύσης
- длань στα ελληνικά - φοίνικας, χέρι, χεριών, χειρός, Hand, το χέρι
Τυχαίες λέξεις
Подавленность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάθλιψη, καταδυνάστευση, ύφεση, καταπίεση, κατήφεια, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Μεταφράσεις: κατάθλιψη, καταδυνάστευση, ύφεση, καταπίεση, κατήφεια, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση