Λέξη: έφορος

Σχετικές λέξεις: έφορος

έφορος εκλογών, έφορος ταμείων προνοίας, έφορος δικαστικών αντιπροσώπων τηλέφωνα, έφορος σωματείων, έφορος εκλογών 2014, έφορος εταιρειών, έφορος ασφαλιστικών εταιρειών, έφορος δικαστικών αντιπροσώπων, έφορος εταιρειών λευκωσία, έφορος αποκρατικοποιήσεων

Συνώνυμα: έφορος

αντιβασιλέας, αντιβασιλεύς, έφορος κολλέγιου, διευθυντής, έφορος μουσείου

Μεταφράσεις: έφορος

έφορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curator, regent, Inspector, tax inspector, curator of

έφορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conservador, curador, comisario, curadora, comisaria

έφορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurator, museumsdirektor, Kurator, Kuratorin, Kurators, Konservator

έφορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conservateur, tuteur, curateur, commissaire, conservatrice, le conservateur

έφορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
curatore, curatrice, conservatore, curator, il curatore

έφορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curador, curadora, curadoria, conservador, o curador

έφορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
curator, conservator, beheerder

έφορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
куратор, хранитель, куратором, куратора, хранителем

έφορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kurator, kuratoren, curator, konservator

έφορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intendent, curator, kurator, curatorn

έφορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuraattori, esimies, kuraattorina, intendentti, kuraattorin, amanuenssi

έφορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kurator, museumsinspektør, curator, museumsinspektøren, kuratoren

έφορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatrovník, poručník, správce, kurátor, kurátorka, kurátorem, kurátorkou

έφορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kustosz, opiekun, kurator, kuratorem, kuratorka, kustoszem

έφορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kurátora, kurátor, curator, kurátori, kurátorként

έφορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
veli, küratör, küratörü, küratörlüğünü, küratörün

έφορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хоронитель, куратор, зберігач, куратора

έφορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjegjës, kurator, kuratori, kuratore, kuratori i

έφορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
попечител, кустос, куратор, уредник, кураторски

έφορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
куратар, куратарка

έφορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuraator, peavarahoidja, kuraatori, hooldaja, kuraatoriks

έφορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljekovitost, kustos, kustosica, i kustos, kurator

έφορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýningarstjóri, safnvörður, vördur, sýningastjóri, sýningastjórinn

έφορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuratorius, kuratorė, rūpintojas, kuratoriaus, kuratoriumi

έφορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbildnis, pārzinis, kurators, kuratore, kuratora

έφορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куратор, кураторот, кустос, кураторка, кустосот

έφορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
custode, curator, curatorul, muzeograf, curatorului

έφορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kustosinja, kustos, kurator, kuratorka, kuratorica

έφορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurátor, prokurátor
Τυχαίες λέξεις