Податель στα ελληνικά
Μετάφραση: податель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορέας, κομιστής, αιτών, υπέβαλε, που υπέβαλε, υποβάλλων, υπέβαλε το, που υπέβαλε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- враль στα ελληνικά - ψευδολόγος, φυτικές ίνες, οι ίνες, fibber
- габардин στα ελληνικά - γκαμπαρντίνα, καμπαρντίνα, gabardine, την καμπαρντίνα, ύφασμα γκαμπαρντίνα
- десятикратный στα ελληνικά - δεκαπλάσιος, δέκα φορές, δεκαπλάσια, δεκαπλάσιο, κατά δέκα φορές
- дичиться στα ελληνικά - είναι, να είναι, να, ήταν
Τυχαίες λέξεις
Податель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορέας, κομιστής, αιτών, υπέβαλε, που υπέβαλε, υποβάλλων, υπέβαλε το, που υπέβαλε το
Μεταφράσεις: φορέας, κομιστής, αιτών, υπέβαλε, που υπέβαλε, υποβάλλων, υπέβαλε το, που υπέβαλε το