Подкарауливать στα ελληνικά
Μετάφραση: подкарауливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, ρολόι, ενεδρεύω, καραδοκούν, ξαπλώνω σε αναμονή, ελλοχεύει
Μεταφράσεις
- балтийский στα ελληνικά - βαλτική, Βαλτικής, της Βαλτικής, βαλτικό, της Βαλτικής και
- бездельничать στα ελληνικά - αργόσχολος, καθυστερώ, βραδυπορώ, τεμπέλης, αδρανής, σαλόνι, φρατζόλα, ...
- безумолчный στα ελληνικά - ασταμάτητος, bezumolchny
- восстать στα ελληνικά - επαναστατώ, επαναστάτης, εξέγερση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Подкарауливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, ρολόι, ενεδρεύω, καραδοκούν, ξαπλώνω σε αναμονή, ελλοχεύει
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, ρολόι, ενεδρεύω, καραδοκούν, ξαπλώνω σε αναμονή, ελλοχεύει