Λέξη: βίαιος
Σχετικές λέξεις: βίαιος
βίαιος σταυροφόρος, βίαιοσ θάνατοσ 17χρονησ από βαφή μαλλιών, βίαιος άντρας, βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος, βίαιος σύντροφος, βίαιος συνώνυμα, βίαιος σταυροφόρος trailer, βίαιος πατέρας, βίαιος σύζυγος, βίαιος αύγουστος
Συνώνυμα: βίαιος
απότομος, απόκρημνος, απόκοπος, ασυνεχής, εσπευσμένος, άγριος, σφοδρός, θορυβωδώς, ισυρός, πειστικός, δριμύς, ορμητικός, παράφορος, ακάθεκτος, ακράτητος, ασυγκράτητος, αφηνιασμένος, ταραχώδης
Μεταφράσεις: βίαιος
βίαιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heated, violent, blustery, forcible, slashing, impetuous
βίαιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
violento, vehemente, arrebatado, violenta, violentos, violentas, violencia
βίαιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beheizt, ungestüm, heftig, gewaltsam, erhitzte, gewalttätig, brutal
βίαιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solide, costaud, puissant, gros, fort, violent, emporté, rapide, rageur, accusé, forcené, véhément, robuste, intense, vif, vigoureux, violente, violents, violence, violentes
βίαιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
violento, impetuoso, veemente, violenta, violenti, violente, violenza
βίαιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
violento, violenta, violentos, violentas, violência
βίαιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige
βίαιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ярый, насильственный, горячий, неправильный, сильный, яростный, пылкий, молниеносный, насильнический, накаленный, ожесточенный, азартный, страдный, свирепый, жаркий, неистовый, насильственной, насильственные, жестоким
βίαιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voldsom, voldelig, voldelige, voldsomme, volds
βίαιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strid, våldsam, häftig, våldsamma, våldsamt, våld, vålds
βίαιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihkoisa, hillitön, raju, raivokas, kiivas, voimakas, intohimoinen, kipakka, väkivaltainen, väkivaltaisia, väkivaltaisten, väkivaltaisen, väkivaltaiset
βίαιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldsom, kraftig, voldelig, voldelige, voldsomme, voldeligt
βίαιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výrazný, násilnický, násilný, silný, dravý, vznětlivý, mocný, prudký, mohutný, zuřivý, násilné, násilná, násilného, násilnou
βίαιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potężny, ostry, zapalczywy, ożywiony, silny, gwałtowny, agresywny, wściekły, gorący, przemocy, gwałtowne, brutalne, gwałtowna
βίαιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tüzes, erőszakos, az erőszakos, heves, erıszakos, erőszakmentes
βίαιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şiddetli, şiddet, şiddet içeren, şiddetli bir, şiddete
βίαιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сили, підігрітий, нагрітий, гарячий, палкий, сильний, невеликий, дощ
βίαιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dhunshëm, dhunshme, dhunshëm, të dhunshme, e dhunshme
βίαιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
насилствен, яростен, бурен, насилие, насилствено
βίαιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, моцным, дужы
βίαιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirglik, vägivaldne, vägivaldse, vägivaldsete, vägivaldsed, vägivaldseid
βίαιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grijanih, buran, snažan, nasilan, silovit, nasilni, nasilna, nasilne, nasilno
βίαιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofbeldi, ofbeldisfull, ofbeldisfullir, ofsafenginn, ofbeldis
βίαιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vehemens, acer, asper
βίαιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smurtinis, smarkus, smurtinio, Smurtiniai, smurtinių, smurtinė
βίαιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spēcīgs, stiprs, varmācīgs, vardarbīgu, vardarbīga, vardarbīgas, vardarbīgi
βίαιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
насилно, насилен, насилни, насилниот, насилните
βίαιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
violent, vehement, violente, violentă, violenta, violență
βίαιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nasilno, nasilni, nasilen, nasilna, nasilnega
βίαιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, násilný, násilné, násilného, nasilny, násilným