Подламываться στα ελληνικά
Μετάφραση: подламываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, podlamyvatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бухгалтерия στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
- вызволить στα ελληνικά - απαλλάσσω, βοηθός, εξαγοράζω, αθωώνω, βοήθεια, αυτεξούσιος, αποκτώ, ...
- гичка στα ελληνικά - γαλέρα, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον
- ежесуточный στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Подламываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, podlamyvatsya
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, podlamyvatsya