Подозревать στα ελληνικά

Μετάφραση: подозревать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσπιστία, υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Подозревать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асимметрический στα ελληνικά - ασυμμετρία, ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
  • беззубый στα ελληνικά - αδύναμος, άγευστος, ασθενικός, ανούσιος, ανίσχυρος, φαφούτης, χωρίς δόντια, ...
  • дилены στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, dileny
  • жалко στα ελληνικά - φτωχά, άθλιως, παταγωδώς, οικτρά, άθλια, αξιοθρήνητα
Τυχαίες λέξεις
Подозревать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσπιστία, υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων