Подпаливаться στα ελληνικά
Μετάφραση: подпаливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автономия στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- былой στα ελληνικά - παρελθόν, πρώην, περασμένος, πρότερον, πάλαι ποτέ, τον πρώην
- выбраниться στα ελληνικά - ορκίζομαι, επιλεγμένα, επιλεγεί, επιλέγεται, επιλεγμένη, επιλεγμένες
- выщелачивать στα ελληνικά - απότομος, απόκρημνος, εκλυθεί, έκπλυσης, εκχύλισης, έκπλυση, απόπλυση
Τυχαίες λέξεις
Подпаливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Μεταφράσεις: καίω, καψαλίζω, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως