Λέξη: λοίμωξη

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη από νηματοσκώληκα, λοίμωξη αναπνευστικού, λοίμωξη του ουροποιητικού, λοίμωξη mers, λοίμωξη του ωτός

Συνώνυμα: λοίμωξη

μόλυνση

Μεταφράσεις: λοίμωξη

λοίμωξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infection, infected, an infection, infection of

λοίμωξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contagio, infección, la infección, infección por, infecciones, la infección por

λοίμωξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansteckung, infektion, Infektion, Infektions, Infektion zu

λοίμωξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infection, contagion, peste, contamination, l'infection, une infection, infection par, infection à

λοίμωξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infezione, contagio, infezioni, l'infezione, un'infezione, infezione da

λοίμωξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contagiar, infecção, a infecção, infecção por, infecção pelo, de infecção

λοίμωξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
infectie, ontsteking, besmetting, infecties, een infectie

λοίμωξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инфекция, заразительность, инфицирование, заражение, поветрие, зараза, инфекции, инфекцией

λοίμωξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smitte, infeksjon, infeksjonen, infeksjoner

λοίμωξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smitta, infektion, infektionen, infektioner, infektions

λοίμωξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
infektio, tartunta, tartutus, infektion, tartunnan

λοίμωξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
infektion, infektionen, smitte, infektioner

λοίμωξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
infekce, nakažení, nákaza, infekci, infekcí

λοίμωξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarażenie, zakażenie, zaraza, infekcja, zarażanie, zakażenia, infekcji, infekcje

λοίμωξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
umlaut, ragály, fertőzés, fertőzést, fertőzések, a fertőzés

λοίμωξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enfeksiyon, enfeksiyonu, infeksiyon, infeksiyonu, enfeksiyonun

λοίμωξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заражати, заразити, інфекція

λοίμωξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
infeksion, infeksioni, infeksionit, infeksion i, infektim

λοίμωξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на

λοίμωξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфекцыя, інфэкцыя

λοίμωξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
infektsioon, nakkus, infektsiooni, nakkuse, nakatumise

λοίμωξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaraza, infekcija, infekcije, infekciju, zaraze

λοίμωξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýking, sýkingu, sýkingar, sýking í, sýkingin

λοίμωξη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
contagio

λοίμωξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infekcija, infekcijos, infekciją, infekcijų

λοίμωξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inficēšanās, infekcija, infekcijas, infekciju

λοίμωξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфекција, инфекцијата, инфекции, инфекција на, инфекција со

λοίμωξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infecţie, contagiune, infecție, infectie, infecției, infecții, infecția

λοίμωξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nákaza, okužba, okužbe, infekcija, okužbo, okužba s

λοίμωξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nákaza, infekcie, infekcia, infekcií, nákazy, infekciu

Στατιστικά δημοτικότητας: λοίμωξη

Τυχαίες λέξεις