Подработать στα ελληνικά
Μετάφραση: подработать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, κατασκευάζω, νοθεύω, πλαστός, αλλοιώνω, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великовозрастный στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ενήλικος, ενήλικας, μεστώνω, κατάφυτος, ...
- гардель στα ελληνικά - λοιδορία, λοιδορώ, εμπαιγμός, χλευασμός, γιουχαΐζω, περιγελώ, κοροϊδία
- добропорядочный στα ελληνικά - έντιμος, Victorian, βικτοριανή, βικτοριανό, Βικτωριανό, βικτοριανού
- долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Подработать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, κατασκευάζω, νοθεύω, πλαστός, αλλοιώνω, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, κατασκευάζω, νοθεύω, πλαστός, αλλοιώνω, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει