Подращивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подращивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, ενοικιάζομαι, podraschivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барсук στα ελληνικά - παρενοχλώ, ασβός, ασβού, badger, ασβών, ασβό
- всевозможный στα ελληνικά - όλες, όλα, διάφορα, κάθε, όλος, διάφορος, παντοειδής, ...
- выравнивать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, σωστός, ακόμα, ίσος, λείος, δικαίωμα, δεξιός, ...
- дебош στα ελληνικά - σειρά, μαυλίζω, πληθώρα, κωπηλατώ, εκμαυλίζω, συμπλέκομαι, καβγάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Подращивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, ενοικιάζομαι, podraschivat
Μεταφράσεις: αφήνω, ενοικιάζομαι, podraschivat