Λέξη: δικαστήριο

Σχετικές λέξεις: δικαστήριο

δικαστήριο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαστήριο ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο κληρονομιάς, δικαστήριο της ευρωπαϊκής ένωσης, δικαστήριο εργατικών διαφορών, δικαστήριο ανηλίκων, δικαστήριο της χάγης, δικαστήριο club, δικαστήριο μυτιλήνης

Συνώνυμα: δικαστήριο

παγκάκι, πάγκος, θρανίο, έδρα δικαστού, δικαστική εξουσία, γήπεδο, αυλή, ανάκτορο, προαύλιο, μέγαρο, τόπος συζητήσεως, τόπος δημόσιας συζητήσεως, τόπος δημόσιας συζήτησης, αγορά, εμπορικό κέντρο

Μεταφράσεις: δικαστήριο

δικαστήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tribunal, court, court is, a court, the court

δικαστήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corral, patio, galantear, tribunal, juzgado, corte, cancha, la corte, de tenis

δικαστήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spielplatz, huldigung, hof, gerichtssaal, strafgericht, gerichtshof, motel, gericht, Gericht, Hof, Gerichtshof, Platz, Court

δικαστήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tribunal, préau, avis, court, motel, briguez, chambre, hommage, briguer, judiciaire, justice, cour, briguons, briguent, juridiction, tribunaux

δικαστήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cortile, tribunale, corte, giudice, tennis, da tennis

δικαστήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homenagem, quintal, corte, pátio, terreiro, preito, tribunal, quadra, órgão jurisdicional, órgão jurisdicional de

δικαστήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, hof, binnenplaats, vrijen, gerecht, scharrelen, balie, rechter

δικαστήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мотель, судья, трибунал, двор, ухлестывать, суд, корт, правление, устраивать, суда, судом, Court

δικαστήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoff, domstol, gårdsplass, rett, retten, bane, domstolen, court

δικαστήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domstol, rätt, hov, domstolen, Court, bana, instansrätten

δικαστήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piha, kosiskella, tribunaali, oikeusistuin, hovi, tuomioistuin, lakitupa, käräjät, tavoitella, tuomaristo, tuomioistuimen, tuomioistuimessa, oikeusasteen tuomioistuin, tuomioistuimelle

δικαστήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gård, ret, gårdsplads, domstol, Domstolen, retten, Court

δικαστήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kurt, dvůr, dvořanstvo, soudní, nádvoří, soud, dvorec, soudu

δικαστήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trybunał, kort, starać, dziedziniec, dwór, nadskakiwać, kurtaż, zalecać, pałac, plac, sąd, boisko, Trybunał, Court

δικαστήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bíróság, bírósági, bíróságnak, bírósághoz, bírósága

δικαστήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saray, motel, avlu, mahkeme, mahkemesi, kortu, mahkemenin

δικαστήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суд, трибунал, урядування, дворище, подвір'я, двір, корт, суду

δικαστήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oborr, gjyq, gjykatë, gjykata, gjykata e, gjykatës, gjyqësor

δικαστήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трибунал, двор, съд, корт, съда, съдебно, юрисдикция

δικαστήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кароткi, пакой, двор, суд

δικαστήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahekohus, kurameerima, mänguväljak, õukond, tribunal, kohus, kohtu, esitanud kohus, kohtule, kohtusse

δικαστήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudski, dvorište, udvaranje, suda, igralište, sudnica, sud, sud je, teren, Court, je sud

δικαστήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómstóll, hirð, dómi, Court, Dómstóllinn, dómstóla

δικαστήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teismas, sprendimą pateikęs teismas, kortai, teismo, teismui

δικαστήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesa, tribunāls, tiesai, iesniedzējtiesa, tiesas

δικαστήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судот, суд, судски, судска, судските

δικαστήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curte, omagiu, tribunal, instanță, instanțe, instanței, teren de

δικαστήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodišče, tribunál, dvorec, dvorišče, igrišče, sodišču, sodišča

δικαστήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurt, sál, tribunál, súd, súdu, vnútroštátny súd

Στατιστικά δημοτικότητας: δικαστήριο

Τυχαίες λέξεις