Λέξη: κρίση

Σχετικές λέξεις: κρίση

κρίση πανικού συμπτώματα, κρίση ασθματος, κρίση στην ουκρανία, κρίση επιληψίας, κρίση πανικού, κρίση άγχους, κρίση ορισμός, κρίση στην κριμαία, κρίση μέσης ηλικίας, κρίση των πυραύλων, οικονομική κρίση, κρίση στην ελλάδα, ελληνική κρίση

Συνώνυμα: κρίση

έπαρση, αλαζονεία, οίηση, φαντασία, ευφυολόγημα, απόφαση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, απόφαση δικαστική, θεία δίκη, εκτίμηση, υπόληψη

Μεταφράσεις: κρίση

κρίση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
judgement, crisis, judgment, present, discretion, the crisis

κρίση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sentencia, crisis, crisis de, la crisis, de crisis, crisis del

κρίση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beurteilung, urteil, Krise, Krisen

κρίση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jugement, condamnation, sentence, avis, crise, crises, la crise, crise de, de crise

κρίση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sentenza, giudizio, crisi, delle crisi, crisi del, di crisi, crisi di

κρίση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crise, crises, de crises, crise de, de crise

κρίση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
crisis, crisis te, de crisis, crisis in

κρίση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суждение, думка, взгляд, помышление, мысль, приговор, мнение, отзыв, благоразумие, предположение, кара, наказание, рассудительность, кризис, кризиса, кризисом, кризисный

κρίση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dom, krise, krisen

κρίση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kris, krisen

κρίση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käräjät, langettaa, mieli, kriisi, kriisin, kriisistä, kriisiä, kriisiin

κρίση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krise, krisen, kriser

κρίση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úsudek, rozsudek, názor, mínění, posudek, soud, krize, krizi, řešení krize, pro řešení krize, krizí

κρίση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, kryzysowego, kryzysami, kryzysem

κρίση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megítélés, döntés, válság, válságot, válságra, válságból, válsággal

κρίση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kriz, krizi, krizin, krizinin

κρίση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсудливий, криза, кризу, кризи

κρίση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krizë, kriza, krizës, kriza e, krizave

κρίση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
криза, кризи, на кризи, кризата

κρίση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крызіс, крызыс

κρίση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hinnang, otsustus, kriis, kriisi, kriisist, kriisile, kriisiga

κρίση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasuđivanje, ocjena, presuda, prosuđivanje, kriza, krize, krizu, krizi, krizom

κρίση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómur, kreppu, Kreppan, kreppa, hættutímum, á hættutímum

κρίση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
judicium

κρίση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, krizė, krizių, krizės, krizę, kriz

κρίση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriedums, krīze, krīzes, krīžu, krīzi

κρίση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кризата, криза, со кризи, кризни, кризи

κρίση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judecată, opinie, criză, criza, crizelor, crizei, crize

κρίση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kriza, krize, krizno, kriznega, za krizno

κρίση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsudok, kríza, krízy, krízu, kríze, krízou

Στατιστικά δημοτικότητας: κρίση

Τυχαίες λέξεις