Пожарить στα ελληνικά

Μετάφραση: пожарить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Пожарить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абдуктор στα ελληνικά - απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα
  • бредить στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διθυραμβικός, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές
  • букет στα ελληνικά - γεύση, τσαμπί, καρυκεύω, δέσμη, ράτσα, κορσάζ, μάτσο, ...
  • демократизм στα ελληνικά - δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
Τυχαίες λέξεις
Пожарить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο