Λέξη: δρόσος

Σχετικές λέξεις: δρόσος

δρόσος γρηγόρης δικηγόρος, δρόσος ιωάννης, δρόσος τσελές, δρόσος κατσαντώνης, δρόσος κουτσούμπας, δρόσος κουτσοκώστας, δρόσος γιώργος, δρόσος γιάννης, δρόσος ταρναράς, δρόσος σκώτης

Συνώνυμα: δρόσος

δροσιά, ψυχρότητα, ψυχραιμία, ψυχρότης, απάθεια, ψύχρα

Μεταφράσεις: δρόσος

δρόσος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dew, coolness, Drosos, Drossos, dew nor

δρόσος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sereno, rocío, de rocío, rocío de, el rocío, condensación

δρόσος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tau, Tau, dew, Taupunkt, Tau-, Betauung

δρόσος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rosée, la rosée, de rosée, rosée de, condensation

δρόσος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rugiada, di rugiada, la rugiada, dew, rugiada del

δρόσος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rocio, orvalho, de orvalho, condensação, de condensação, orvalho da

δρόσος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dauw, dew, morgendauw, de dauw, dauw van

δρόσος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роса, свежесть, росы, конденсации, росой

δρόσος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dugg, dogg, Dew, duggen

δρόσος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dagg, daggen, dew

δρόσος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaste, dew, kasteen, kastetta, kastepisteen

δρόσος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dug, dew, duggen

δρόσος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rosa, Rosný, rosného, rosy, Dew

δρόσος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rosa, rosy, dew, roszenia, rosy pod

δρόσος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harmat, harmattól, harmatpont, harmatot, dew

δρόσος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şebnem, çiy, çiğ, çiğlenme, yoğunlaşma, yoğuşma

δρόσος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роса, роси

δρόσος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vesë, vesës, e vesës, ketë vesë, lot

δρόσος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роса, оросяване, на оросяване, росата

δρόσος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раса, роса

δρόσος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaste, dew, kastet, kastepunkti, kaste puhul

δρόσος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovlažiti, rosa, orositi, rose, rosišta, rošenja, prevlaka rose

δρόσος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dögg, drjúpa dögg, döggin, sveita dögg, sveita dögg á leggi

δρόσος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ros

δρόσος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rasa, rasos, dew, lašas

δρόσος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rasa, rasas, dew, lāse

δρόσος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дабот, роса, росата, роси, роса да

δρόσος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rouă, roua, de rouă, de roua, condensare

δρόσος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rosa, rosi, rose, dew, rosišča

δρόσος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rosa, rosy

Στατιστικά δημοτικότητας: δρόσος

Τυχαίες λέξεις