Позволить στα ελληνικά
Μετάφραση: позволить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια, υποτροφία, χορηγώ, συγκατάθεση, επίδομα, αφήνω, ενοικιάζομαι, επιχορηγώ, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асимметрический στα ελληνικά - ασυμμετρία, ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
- безудержный στα ελληνικά - ακάθεκτος, ορμητικός, απερίσκεπτος, αχαλίνωτος, ανεξέλεγκτη, αχαλίνωτη, μαστίζει, ...
- бронхиальный στα ελληνικά - βρογχικός, βρογχικό, βρογχικού, βρογχικών, βρογχική
- воспалительный στα ελληνικά - εμπρηστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Τυχαίες λέξεις
Позволить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια, υποτροφία, χορηγώ, συγκατάθεση, επίδομα, αφήνω, ενοικιάζομαι, επιχορηγώ, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: άδεια, υποτροφία, χορηγώ, συγκατάθεση, επίδομα, αφήνω, ενοικιάζομαι, επιχορηγώ, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει