Покачиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: покачиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουνώ, τρικλίζω, λικνίζω, πέτρα, ροκ, κουνάω, wiggle, λικνίζονται, να κουνάω, κουνιούνται
Покачиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ассоциировать στα ελληνικά - συσχετίζω, συνέταιρος, συνδέω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, ...
  • вознаграждающий στα ελληνικά - αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
  • времяисчисление στα ελληνικά - ημερολόγιο, vremyaischislenie
  • дождик στα ελληνικά - ντους, επιδαψιλεύω, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
Τυχαίες λέξεις
Покачиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουνώ, τρικλίζω, λικνίζω, πέτρα, ροκ, κουνάω, wiggle, λικνίζονται, να κουνάω, κουνιούνται